- προνομείας
- προνομείᾱς , προνομείαgoing out to foragefem acc plπρονομείᾱς , προνομείαgoing out to foragefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνομευτής — ὁ, Α [προνομεύω] στρατιώτης που μετείχε σε επιχειρήσεις προνομείας*. λεηλασίας … Dictionary of Greek